Είναι ένα όμορφο βράδυ Πέμπτης που κυλάει με βόλτα στην παραλιακή λεωφόρο - την πολλά υποσχόμενη στους κατοίκους αυτής της πόλης κάποτε - μα τώρα παραδομένη και αυτή στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου, θλιβερό αντικαθρέφτισμα μιας παρακμής που κατατρώει εδώ και χρόνια την όψη και το μέσα αυτής της χώρας.
Η ανάγκη για την ικανοποίηση της δίψας επιβάλλει τη στάση σε παρακείμενο μαγαζάκι, εν είδει περιπτέρου . Προμηθεύομαι το μπουκαλάκι με το νερό και καθώς απευθύνομαι στο ταμείο για να πληρώσω έρχομαι -τότε μόνο - σ’ επαφή με δύο ζευγάρια μάτια που μού χαμογελούν .Είναι δυο νεαρά παιδιά και κάτι μού θυμίζει το βλέμμα τους , αυτό που λέμε συνήθως « γνωστή φυσιογνωμία » μα είναι συνάμα κι αυτή η αγωνιώδης αίσθηση του ίδιου κινδύνου κάθε φορά : πότε, ποια χρονιά, σε ποιο σχολείο, ποια παιδιά ; Θα τα καταφέρω να θυμηθώ ;
Ενώ το γνώριμο άγχος αρχίζει να περισφίγγει το κρανίο, η γνωστή ερώτηση με αποδέκτη εμένα : Κυρία, με θυμάστε ; Μου κάνατε φιλολογικά στο ( τάδε ) γυμνάσιο .
Το μυαλό ξεμπλοκάρει προς στιγμήν - ναι, ήταν εκείνο το τμήμα με τις πολλές αδυναμίες στη έκθεση, μα και την τόση προθυμία των παιδιών να γράψουν ξανά το κείμενο, να κερδίσουν έστω τα εύσημα του καλού αγώνα. Και ναι, εκείνος ο μαθητής ήταν από τους πιο χαρακτηριστικούς της τάξης : ζωντανό, χαρούμενο παιδί , δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε.
Το ευχάριστο κουβεντολόι της επιστροφής στον χρόνο διακόπτει η παρέμβαση του δεύτερου νεαρού : Εμένα, κυρία, δε με θυμάστε ; Μού κάνατε φιλολογικά στο ίδιο σχολείο. Είμαι ο Πέτρος ...
Ξανά το άγχος, η αγωνία της ενθύμησης . Μα τώρα πολλαπλάσιο , καθώς βλέπω στα μάτια του παλιού μου μαθητή τη δική του αγωνία για το αν θα τον θυμηθώ . Μια αγωνία που εμπεριέχει πάντοτε το ίδιο ερώτημα : αν πέρασε και χάθηκε μέσα στο πλήθος, ή έχει αφήσει ένα μικρό έστω αποτύπωμα της παρουσίας του στη μνήμη ενός άλλου ανθρώπου . Ενός ανθρώπου που στα δικά του μαθητικά μάτια είχε ένα κάποιο ειδικό βάρος εκείνη την εποχή της - τηρουμένων των αναλογιών με το σήμερα - εύπλαστης αθωότητας . Κάθε φορά που το σκέφτομαι ,με συγκινεί αφάνταστα αυτή η τόσο ανθρώπινη επιθυμία του διακριτού μέσα στη μάζα , μιας στιγμής αιωνιότητας μέσα στο χάος .
Θυμάμαι ,πρόπερσι, την αφήγηση ενός φιλοξενούμενου συμφοιτητή του γιου μου από την Αθήνα, απόφοιτου της Λεοντείου Σχολής : στην τυχαία συνάντηση με παλιό καθηγητή του, εκείνος δεν τον θυμήθηκε . «Με χάλασε , με χάλασε πολύ που δεν με θυμήθηκε» , ακόμα ηχούν τα λόγια του νεαρού στ’ αυτιά μου . Τι κι αν προσπάθησα να τον παρηγορήσω με τις γνωστές κοινοτοπίες : Πού να σε θυμάται , με τόσους και τόσους που πέρασαν από την τάξη του ... Έχω ακόμα μπροστά μου την πίκρα στη φωνή, την απογοήτευση στο βλέμμα .
Ούτε κι εμένα με είχε θυμηθεί η φιλόλογος που μας δίδασκε για αρκετά χρόνια στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο, σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητριών κάποτε . Μού είχε κάνει εντύπωση ωστόσο πόσο καλά θυμόταν αρκετές από τις υπόλοιπες, αλλά και από τις απούσες της συνάντησης, είχε μάλιστα να αφηγηθεί πολλές λεπτομέρειες - άγνωστες σε μένα- σχετικές με τη ζωή και την οικογένειά τους .
Εκείνο το βράδυ - θέλεις το προσωπικό άγχος από το βάρος των προσδοκιών , θέλεις αυτή η αενάως τροφοδοτούμενη από τη φθορά ραστώνη της μνήμης - δεν τα κατάφερα να θυμηθώ τον Πέτρο. Και φάνηκε μεν να παρηγορείται από τη θυμόσοφη διαπίστωση του φίλου του «πού να τούς θυμάται όλους η κυρία », ωστόσο εγώ είμαι βέβαιη , το ξέρω πως αυτό τον έχει στεναχωρήσει .
Η εικόνα του μαθητή μου μέσα στην τάξη του σχολείου του αναδύθηκε θριαμβευτικά από την αχλύ των αναμνήσεων την επομένη , μαζί με την εντύπωση ενός παιδιού που άφησε το στίγμα ευγενικής και χαμηλών τόνων παρουσίας . Μαζί της επανέκαμψαν πολλές ανεπανάληπτες στιγμές διδακτικής εμπειρίας - ή, καλύτερα, εμπειρίας ζωής - όπως άλλωστε είναι η κάθε στιγμή μέσα στη σχολική τάξη .
Πόσο αξίζουν, τελικά, οι αναμνήσεις μας που συμπεριλαμβάνουν τους άλλους ; Μα είναι κομμάτι της προσωπικής ιστορίας του καθενός μας , αλλά και κομμάτι της προσωπικής ιστορίας του άλλου . Είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης, ένα από τα «απτά» σημάδια του είδους της διαδρομής μας , του πώς πορευτήκαμε μέσα στον χρόνο .
Και η νοηματοδότηση αυτής της διαδρομής συμπυκνώνεται - νομίζω - στο απόφθεγμα ενός απλού ανθρώπου που είχε ωστόσο βιώσει θαυμαστό πλήθος εμπειριών , όντας ιδιοκτήτης ενός ιστορικού μπαρ της Αθήνας, φιλόξενου στο διάβα του για πολλούς και σπουδαίους : «δυο πράγματα είναι ό,τι αξίζει περισσότερο στη ζωή: να έχεις να θυμάσαι και να έχεις να περιμένεις » .
Είναι όλα αυτά που έχω πάντα κατά νου, ιδίως όταν - στο κοντινό παρελθόν κυρίως - προέκυπτε κατά καιρούς το ( εκβιαστικό ) δίλημμα της πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση. Τώρα, το βέβαιο είναι ότι αυτό το δίλημμα το έχω οριστικά λύσει .Άλλωστε, αυτή η μοναδική αίσθηση της ανατροφοδότησης από την τάξη μαζί με συγκινήσεις όπως εκείνη της Πέμπτης συνηγορούν για το ορθόν της απόφασης .
Σερδάκη Β.
Πηγή : http://synodoiporos.weebly.com/blog
Η ανάγκη για την ικανοποίηση της δίψας επιβάλλει τη στάση σε παρακείμενο μαγαζάκι, εν είδει περιπτέρου . Προμηθεύομαι το μπουκαλάκι με το νερό και καθώς απευθύνομαι στο ταμείο για να πληρώσω έρχομαι -τότε μόνο - σ’ επαφή με δύο ζευγάρια μάτια που μού χαμογελούν .Είναι δυο νεαρά παιδιά και κάτι μού θυμίζει το βλέμμα τους , αυτό που λέμε συνήθως « γνωστή φυσιογνωμία » μα είναι συνάμα κι αυτή η αγωνιώδης αίσθηση του ίδιου κινδύνου κάθε φορά : πότε, ποια χρονιά, σε ποιο σχολείο, ποια παιδιά ; Θα τα καταφέρω να θυμηθώ ;
Ενώ το γνώριμο άγχος αρχίζει να περισφίγγει το κρανίο, η γνωστή ερώτηση με αποδέκτη εμένα : Κυρία, με θυμάστε ; Μου κάνατε φιλολογικά στο ( τάδε ) γυμνάσιο .
Το μυαλό ξεμπλοκάρει προς στιγμήν - ναι, ήταν εκείνο το τμήμα με τις πολλές αδυναμίες στη έκθεση, μα και την τόση προθυμία των παιδιών να γράψουν ξανά το κείμενο, να κερδίσουν έστω τα εύσημα του καλού αγώνα. Και ναι, εκείνος ο μαθητής ήταν από τους πιο χαρακτηριστικούς της τάξης : ζωντανό, χαρούμενο παιδί , δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε.
Το ευχάριστο κουβεντολόι της επιστροφής στον χρόνο διακόπτει η παρέμβαση του δεύτερου νεαρού : Εμένα, κυρία, δε με θυμάστε ; Μού κάνατε φιλολογικά στο ίδιο σχολείο. Είμαι ο Πέτρος ...
Ξανά το άγχος, η αγωνία της ενθύμησης . Μα τώρα πολλαπλάσιο , καθώς βλέπω στα μάτια του παλιού μου μαθητή τη δική του αγωνία για το αν θα τον θυμηθώ . Μια αγωνία που εμπεριέχει πάντοτε το ίδιο ερώτημα : αν πέρασε και χάθηκε μέσα στο πλήθος, ή έχει αφήσει ένα μικρό έστω αποτύπωμα της παρουσίας του στη μνήμη ενός άλλου ανθρώπου . Ενός ανθρώπου που στα δικά του μαθητικά μάτια είχε ένα κάποιο ειδικό βάρος εκείνη την εποχή της - τηρουμένων των αναλογιών με το σήμερα - εύπλαστης αθωότητας . Κάθε φορά που το σκέφτομαι ,με συγκινεί αφάνταστα αυτή η τόσο ανθρώπινη επιθυμία του διακριτού μέσα στη μάζα , μιας στιγμής αιωνιότητας μέσα στο χάος .
Θυμάμαι ,πρόπερσι, την αφήγηση ενός φιλοξενούμενου συμφοιτητή του γιου μου από την Αθήνα, απόφοιτου της Λεοντείου Σχολής : στην τυχαία συνάντηση με παλιό καθηγητή του, εκείνος δεν τον θυμήθηκε . «Με χάλασε , με χάλασε πολύ που δεν με θυμήθηκε» , ακόμα ηχούν τα λόγια του νεαρού στ’ αυτιά μου . Τι κι αν προσπάθησα να τον παρηγορήσω με τις γνωστές κοινοτοπίες : Πού να σε θυμάται , με τόσους και τόσους που πέρασαν από την τάξη του ... Έχω ακόμα μπροστά μου την πίκρα στη φωνή, την απογοήτευση στο βλέμμα .
Ούτε κι εμένα με είχε θυμηθεί η φιλόλογος που μας δίδασκε για αρκετά χρόνια στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο, σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητριών κάποτε . Μού είχε κάνει εντύπωση ωστόσο πόσο καλά θυμόταν αρκετές από τις υπόλοιπες, αλλά και από τις απούσες της συνάντησης, είχε μάλιστα να αφηγηθεί πολλές λεπτομέρειες - άγνωστες σε μένα- σχετικές με τη ζωή και την οικογένειά τους .
Εκείνο το βράδυ - θέλεις το προσωπικό άγχος από το βάρος των προσδοκιών , θέλεις αυτή η αενάως τροφοδοτούμενη από τη φθορά ραστώνη της μνήμης - δεν τα κατάφερα να θυμηθώ τον Πέτρο. Και φάνηκε μεν να παρηγορείται από τη θυμόσοφη διαπίστωση του φίλου του «πού να τούς θυμάται όλους η κυρία », ωστόσο εγώ είμαι βέβαιη , το ξέρω πως αυτό τον έχει στεναχωρήσει .
Η εικόνα του μαθητή μου μέσα στην τάξη του σχολείου του αναδύθηκε θριαμβευτικά από την αχλύ των αναμνήσεων την επομένη , μαζί με την εντύπωση ενός παιδιού που άφησε το στίγμα ευγενικής και χαμηλών τόνων παρουσίας . Μαζί της επανέκαμψαν πολλές ανεπανάληπτες στιγμές διδακτικής εμπειρίας - ή, καλύτερα, εμπειρίας ζωής - όπως άλλωστε είναι η κάθε στιγμή μέσα στη σχολική τάξη .
Πόσο αξίζουν, τελικά, οι αναμνήσεις μας που συμπεριλαμβάνουν τους άλλους ; Μα είναι κομμάτι της προσωπικής ιστορίας του καθενός μας , αλλά και κομμάτι της προσωπικής ιστορίας του άλλου . Είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης, ένα από τα «απτά» σημάδια του είδους της διαδρομής μας , του πώς πορευτήκαμε μέσα στον χρόνο .
Και η νοηματοδότηση αυτής της διαδρομής συμπυκνώνεται - νομίζω - στο απόφθεγμα ενός απλού ανθρώπου που είχε ωστόσο βιώσει θαυμαστό πλήθος εμπειριών , όντας ιδιοκτήτης ενός ιστορικού μπαρ της Αθήνας, φιλόξενου στο διάβα του για πολλούς και σπουδαίους : «δυο πράγματα είναι ό,τι αξίζει περισσότερο στη ζωή: να έχεις να θυμάσαι και να έχεις να περιμένεις » .
Είναι όλα αυτά που έχω πάντα κατά νου, ιδίως όταν - στο κοντινό παρελθόν κυρίως - προέκυπτε κατά καιρούς το ( εκβιαστικό ) δίλημμα της πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση. Τώρα, το βέβαιο είναι ότι αυτό το δίλημμα το έχω οριστικά λύσει .Άλλωστε, αυτή η μοναδική αίσθηση της ανατροφοδότησης από την τάξη μαζί με συγκινήσεις όπως εκείνη της Πέμπτης συνηγορούν για το ορθόν της απόφασης .
Σερδάκη Β.
Πηγή : http://synodoiporos.weebly.com/blog