Στις 20 Απριλίου του 1922 γεννήθηκε ο Τάσος Λειβαδίτης, εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο ποιητής των "μεγάλων ονείρων", της "φτωχογειτονιάς", της "Δραπετσώνας". Ο επαναστάτης, ο αγωνιστής, μα και ο ονειροπόλος, ο ρομαντικός, ο βαθιά ερωτικός. Αυτή του την πτυχή ξεδιπλώνουν τα ποιήματα που ακολουθούν. Στίχοι ερωτικοί...
V
Θά 'θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά 'ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ' ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.
Από την ποιητική συλλογή "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας"
Συγχώρα με, Αγάπη μου
Ἤξερες νὰ δίνεσαι ἀγάπη μου...
Δινόσουνα ὁλάκερη
καὶ δὲν κράταγες γιὰ τὸν ἑαυτό σου
παρὰ μόνο τὴν ἔγνοια
ἂν ὁλάκερη ἔχεις δοθεῖ...
Ὅλα μπορούσανε νὰ γίνουνε
στὸν κόσμο ἀγάπη μου
τότε πού μου χαμογελοῦσες...
Γιατί πρὶν μπεῖς ἀκόμα στὴ ζωή μου
εἶχες πολὺ ζήσει μέσα στὰ ὄνειρά μου
ἀγαπημένη μου..
Μὰ καὶ τί νὰ πεῖ κανείς...
Ὅταν ὁ κόσμος εἶναι τόσο φωτεινὸς
καὶ τὰ μάτια σου τόσο μεγάλα...
Στὴν πιὸ μικρὴ στιγμὴ μαζί σου
ἔζησα ὅλη τη ζωή...
Θὰ ξαναβρεθοῦμε μία μέρα
καὶ τότε ὅλα τὰ βράδια
κι ὅλα τὰ τραγούδια θά 'ναι δικά μας...
Θά ' θελα νὰ φωνάξω τ' ὀνομά σου, ἀγάπη,
μ' ὅλη μου τὴ δύναμη...
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποῦ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο,
καμιὰ ἐλπίδα νὰ μὴ πεθάνει...
Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο
μία παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου,
ποῦ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω...
Μισῶ τὰ μάτια μου,
ποῦ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου...
Θὰ σ' ἀκούω σὰν τὸν τυφλὸ ποὺ κλαίει,
ἀκούγοντας μακριὰ τὴ βουὴ μίας μεγάλης γιορτῆς
σ' ἀναζητάω σὰν τὸν τυφλό,
ποῦ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ πόμολο τῆς πόρτας
σ' ἕνα σπίτι που' πιάσε φωτιά,
ἅ, γιὰ νὰ γεννηθεῖς ἐσὺ
κι ἐγὼ γιὰ νὰ σὲ συναντήσω
γι' αὐτὸ ἔγινε ὁ κόσμος...
Κι ἐσύ, ἀγαπημένη, ὅταν μὲ διώχνεις,
κλείνεις ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου
ἕναν ὁλάκερο πικραμένο κόσμο...
Κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον,
εἴμαστε κιόλας νεκροί...
Ἂν βροῦν ἕναν ἄνθρωπο νεκρὸ
ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου,
ἐσὺ θὰ ξέρεις,
πῶς πέθανε σφαγμένος
ἀπ' τὰ μαχαίρια τοῦ φιλιοῦ,
ποῦ ὀνειρευότανε γιὰ σένα...
Ποδοπάτησε μέ,
νὰ ἔχω τουλάχιστον τὴν εὐτυχία
νὰ μ' ἀγγίζεις...
Από την ποιητική συλλογή "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας"
Σὲ περιμένω παντοῦ
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ
στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων
καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ
κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ,
ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων.
Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι
γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
Από την ποιητική συλλογή «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»
V
Θά 'θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά 'ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ' ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.
Από την ποιητική συλλογή "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας"
Συγχώρα με, Αγάπη μου
Ἤξερες νὰ δίνεσαι ἀγάπη μου...
Δινόσουνα ὁλάκερη
καὶ δὲν κράταγες γιὰ τὸν ἑαυτό σου
παρὰ μόνο τὴν ἔγνοια
ἂν ὁλάκερη ἔχεις δοθεῖ...
Ὅλα μπορούσανε νὰ γίνουνε
στὸν κόσμο ἀγάπη μου
τότε πού μου χαμογελοῦσες...
Γιατί πρὶν μπεῖς ἀκόμα στὴ ζωή μου
εἶχες πολὺ ζήσει μέσα στὰ ὄνειρά μου
ἀγαπημένη μου..
Μὰ καὶ τί νὰ πεῖ κανείς...
Ὅταν ὁ κόσμος εἶναι τόσο φωτεινὸς
καὶ τὰ μάτια σου τόσο μεγάλα...
Στὴν πιὸ μικρὴ στιγμὴ μαζί σου
ἔζησα ὅλη τη ζωή...
Θὰ ξαναβρεθοῦμε μία μέρα
καὶ τότε ὅλα τὰ βράδια
κι ὅλα τὰ τραγούδια θά 'ναι δικά μας...
Θά ' θελα νὰ φωνάξω τ' ὀνομά σου, ἀγάπη,
μ' ὅλη μου τὴ δύναμη...
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποῦ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο,
καμιὰ ἐλπίδα νὰ μὴ πεθάνει...
Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο
μία παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου,
ποῦ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω...
Μισῶ τὰ μάτια μου,
ποῦ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου...
Θὰ σ' ἀκούω σὰν τὸν τυφλὸ ποὺ κλαίει,
ἀκούγοντας μακριὰ τὴ βουὴ μίας μεγάλης γιορτῆς
σ' ἀναζητάω σὰν τὸν τυφλό,
ποῦ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ πόμολο τῆς πόρτας
σ' ἕνα σπίτι που' πιάσε φωτιά,
ἅ, γιὰ νὰ γεννηθεῖς ἐσὺ
κι ἐγὼ γιὰ νὰ σὲ συναντήσω
γι' αὐτὸ ἔγινε ὁ κόσμος...
Κι ἐσύ, ἀγαπημένη, ὅταν μὲ διώχνεις,
κλείνεις ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου
ἕναν ὁλάκερο πικραμένο κόσμο...
Κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον,
εἴμαστε κιόλας νεκροί...
Ἂν βροῦν ἕναν ἄνθρωπο νεκρὸ
ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου,
ἐσὺ θὰ ξέρεις,
πῶς πέθανε σφαγμένος
ἀπ' τὰ μαχαίρια τοῦ φιλιοῦ,
ποῦ ὀνειρευότανε γιὰ σένα...
Ποδοπάτησε μέ,
νὰ ἔχω τουλάχιστον τὴν εὐτυχία
νὰ μ' ἀγγίζεις...
Από την ποιητική συλλογή "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας"
Σὲ περιμένω παντοῦ
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ
στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων
καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ
κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ,
ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων.
Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι
γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
Από την ποιητική συλλογή «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»